καλλωπιστικός

καλλωπιστικός
-ή, -ό
αυτός που χρησιμεύει για καλλωπισμό: Τα χρώματα αυτά είναι καλλωπιστικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλλωπιστικός — ή, ὁ (Α καλλωπιστικός, ή, όν) [καλλωπιστής] 1. ο κατάλληλος ή ο χρήσιμος για καλλωπισμό και διακόσμηση («καλλωπιστικά φυτά») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλλωπιστική η τέχνη τού καλλωπισμού. επίρρ... καλλωπιστικώς και ά με εξωραϊστικό τρόπο, με… …   Dictionary of Greek

  • κερία — Καλλωπιστικός θάμνος της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενής της Ιαπωνίας και της Κίνας. Η επιστημονική ονομασία του είναι κ. η ιαπωνική (Kerria japonica). Φτάνει σε ύψος τα 2,50 μ., έχει φύλλα κατ’ εναλλαγή, ωοειδή ή λογχοειδή,… …   Dictionary of Greek

  • καλλωπιστικῆς — καλλωπιστικός one who adorns himself fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπιστική — καλλωπιστικός one who adorns himself fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • ανθοφόρος — α, ο (AM ἀνθοφόρος, ον) αυτός που φέρει άνθη, ανθισμένος νεοελλ. 1. ανθοστόλιστος 2. το αρσ. ως ουσ. ο ανθοφόρος α) βοτ. ο μίσχος τού άνθους β) έπιπλο όπου τοποθετούνται λουλούδια αρχ. 1. αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει… …   Dictionary of Greek

  • αποτζιατούρα — η ή επέρειση, η μουσ. καλλωπιστικός φθόγγος που έχει επεκταθεί και στη συγχορδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < ιταλ. appoggiatura, τ. με κυριολεκτική σημασία «στήριξη, στήριγμα» < ρ. appoggiare «στηρίζω, υποστηρίζω, ακουμπώ» < (δημ. λατ.)… …   Dictionary of Greek

  • καλλυντήριος — α, ο (Α καλλυντήριος, ον) [καλλύνω] ο κατάλληλος να καλλύνει, να ομορφαίνει, ο καλλωπιστικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καλλυντήριο μέρος ή εργαστήριο καλλωπισμού αρχ. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Καλλυντήρια εορτή που γινόταν στην Αθήνα από… …   Dictionary of Greek

  • μαονία — Αειθαλής θάμνος της οικογένειας των βερβεριδών (δικοτυλήδονα). Είναι ιθαγενής των δυτικών ΗΠΑ και η επιστημονική του ονομασία είναι Mahonia ή Berberis aquifolium. Έχει όρθιους κλάδους που έχουν ταχεία ανάπτυξη και φτάνουν σε ύψος τα 1 2 μ. Τα… …   Dictionary of Greek

  • σπάρτο — (spartium). Θάμνος της οικογένειας των Λεγκουμινωδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), πάρα πολύ κοινός στην Ελλάδα, σε εδάφη ξηρά, ασβεστούχα ή πετρώδη. Επιστημονική ονομασία: σπάρτιο το βρουλόμορφο. Έχει βλαστούς βρουλόμορφους, πράσινους, που μαζί με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”